- σύναιμος
- και ξύναιμος, -ον, Α1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» — ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.)β) «νεῑκος ξύναιμον» — η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ὅμ-αιμος].
Dictionary of Greek. 2013.